Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναμένει την εξ

  • 1 ύψος

    τό
    1) высота; вышина;

    ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);

    ύψος πτήσης — высота полёта;

    τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;

    από το ύψος — с высоты;

    στα ΰψη в вышине;

    ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;

    2) рост (человека);

    δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;

    3) высота (тж. перен.); уровень;

    στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);

    από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;

    είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;

    4) возвышенность (мыслей, чувств);

    ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;

    ύψος λόγου — величие слова;

    5) вершина, верх, предел, зенит;

    ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);

    6) астр. высота;
    7) муз. высота (звука);

    ύψος της φωνής — высота тона;

    8) (чаще рел) небеса;

    απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;

    αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;

    § καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);

    ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύψος

См. также в других словарях:

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρωδώ — παρῳδῶ, έω, ΝΜΑ [παρωδός] απομιμούμαι το ύφος, την τεχνοτροπία ή τις ιδέες κάποιου με σκοπό την πρόκληση γέλιου, υπερτονίζοντας τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητές του 2. διακωμωδώ, χλευάζω χρησιμοποιώντας το μέσο τής απομίμησης μσν. προσθέτω… …   Dictionary of Greek

  • τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»